- πριονόψαρο
- (pristis pristis). Ψάρι της οικογένειας των πριστιδών, της τάξης των σελαχόμορφων. Ζυγίζει κατά μέσο όρο 700 κιλά· το μήκος που ποικίλλει από 4 έως 8 μ., το 1/3 των οποίων καταλαμβάνει το χαρακτηριστικό οδοντωτό έμβολό του. Το όργανο αυτό, εφοδιασμένο με 16-20 δόντια σε κάθε πλευρά, αποτελείται από μερικούς σωλήνες από οστεοποιημένο χόνδρο. Με την απόφυση αυτή το π. προμηθεύεται την τροφή του, είτε ψάχνοντας στον βούρκο ή στην άμμο του βυθού είτε χτυπώντας ψάρια συγκεντρωμένα σε πυκνά κοπάδια. Είναι μάλλον βέβαιο ότι το σελαχοειδές αυτό δεν επιτίθεται στον άνθρωπο.
Το π. ζει γενικά στα παράκτια θερμά νερά του Ατλαντικού, φτάνοντας μερικές φορές μέχρι τη Μεσόγειο. Στο ίδιο είδος ανήκουν ο πρίστης ο μικρόδους (pristis microdon), μήκους έως 6 μ., και ο πρίστης ο κτενοφόρος (pristis pectinatus), μήκους περίπου 4 μ., το έμβολο του οποίου είναι εφοδιασμένο με 24-32 δόντια σε κάθε πλευρά· και τα δύο είδη είναι διαδεδομένα στις τροπικές ζώνες των τριών ωκεανών. Εξαιτίας της προσαρμογής τους στις διάφορες συνθήκες αλμυρότητας, τα π. ανεβαίνουν μερικές φορές σε μακρά απόσταση τους μεγάλους ποταμούς· αυτό συμβαίνει συχνότερα στα μικρόδοντα.
Πριονόψαρο (pristis pristis). To οδοντωτό έμβολο του ψαριού αυτού είναι όσο το ένα τρίτο περίπου του ολικού μήκους του, που φτάνει τα 4 ως τα 8 μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.